ἡδυτόκος

ἡδυτόκος
ἡδῠ-τόκος, ον,
A producing sweets, Nonn.D.3.150.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηδυτόκος — ἡδυτόκος, ον (Α) αυτός που παράγει γλυκά πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος, ερωτο τόκος, ιππο τόκος] …   Dictionary of Greek

  • ἡδυτόκοιο — ἡδυτόκος producing sweets masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδυτόκων — ἡδυτόκος producing sweets masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”